- ἰσόπτωτος
- ἰσό-πτωτος, ον, ([etym.] πτῶσις)A with like cases, A.D.Pron.90.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισόπτωτος — ἰσόπτωτος, ον (Α) (για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, ισοσύλλαβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πτωτος (< πτώσις), πρβλ. ετερό πτωτος, μονό πτωτος] … Dictionary of Greek
ἰσόπτωτοι — ἰσόπτωτος with like cases masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek